πιεζογράφος

πιεζογράφος
ο, Ν
(φυσ.-τεχνολ.) συσκευή που επιτρέπει τη μέτρηση τών πιέσεων ή δονήσεων με τη βοήθεια ενός πιεζοηλεκτρικού πλακιδίου και περιλαμβάνει πιεζοηλεκτρικό κρύσταλλο ή κεραμεικό υλικό που δέχεται την προς μέτρηση πίεση ή δύναμη, την οποία ακολούθως μετατρέπει σε μια διαφορά ηλεκτρικού δυναμικού, διαφορά που, αφού ενισχυθεί στον απαιτούμενο βαθμό, παρατηρείται και καταγράφεται με τη βοήθεια παλμογράφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezographe < πιέζω + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”