- πιεζογράφος
- ο, Ν(φυσ.-τεχνολ.) συσκευή που επιτρέπει τη μέτρηση τών πιέσεων ή δονήσεων με τη βοήθεια ενός πιεζοηλεκτρικού πλακιδίου και περιλαμβάνει πιεζοηλεκτρικό κρύσταλλο ή κεραμεικό υλικό που δέχεται την προς μέτρηση πίεση ή δύναμη, την οποία ακολούθως μετατρέπει σε μια διαφορά ηλεκτρικού δυναμικού, διαφορά που, αφού ενισχυθεί στον απαιτούμενο βαθμό, παρατηρείται και καταγράφεται με τη βοήθεια παλμογράφου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezographe < πιέζω + -γράφος*].
Dictionary of Greek. 2013.